τελετουργώ

τελετουργώ
αμτβ., κάνω τελετή, ιερουργώ, μυσταγωγώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τελετουργώ — τελετουργῶ, έω, ΝΑ [τελετουργός] (για ιερέα) τελώ τελετή, ιερουργώ νεοελλ. μτφ. κάνω κάτι με τελετουργικό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”